pickpocket
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pickpocket | pickpockets |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pickpocket (fr) αρσενικό
- ο πορτοφολάς (ο κλέφτης)
ενικός | πληθυντικός |
pickpocket | pickpockets |
pickpocket (fr) αρσενικό