pidgin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pidgin (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pidgin | pidgins |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pidgin (fr) αρσενικό
- (γλωσσολογία) η γλώσσα πίτζιν