piecemeal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

piecemeal (en)

  1. τμηματικός, κομματιαστός
  2. (μειωτικό), (πιο συνηθισμένο) ασυνεκτικός

Επίρρημα[επεξεργασία]

piecemeal (en)

  1. τμηματικά, κομματιαστά
    the book can be read from start to finish or piecemeal
    το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί από την αρχή ως το τέλος ή κομματιαστά