pied-de-chèvre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
pied-de-chèvre pieds-de-chèvre

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pied-de-chèvre (fr) αρσενικό

  1. (για έπιπλο) κυρτό πόδι τραπεζιού που έχει χαρακτηριστική μορφή ποδιού κατσίκας
     συνώνυμα: pied-de-biche
  2. πέλμα που υποστηρίζει το στήριγμα ενός μηχανήματος ανύψωσης βαρών