pied-droit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pied-droit | pieds-droits |
pied-droit (fr) αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) ορθοστάτης ενός θόλου ή μιας καμάρας