pielęgniarka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pielęgniarka | pielęgniarki |
γενική | pielęgniarki | pielęgniarek |
δοτική | pielęgniarce | pielęgniarkom |
αιτιατική | pielęgniarkę | pielęgniarki |
οργανική | pielęgniarką | pielęgniarkami |
τοπική | pielęgniarce | pielęgniarkach |
κλητική | pielęgniarko | pielęgniarki |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pielęgniarka < pielęgnować
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pielęgniarka (pl) θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη pielęgnować