pierrot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pierrot | pierrots |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pierrot (fr) αρσενικό
Δείτε επίσης : Pierrot |
ενικός | πληθυντικός |
pierrot | pierrots |
pierrot (fr) αρσενικό