pigsty
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pigsty | pigsties |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pigsty (en)
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) το χοιροστάσιο
ενικός | πληθυντικός |
pigsty | pigsties |
pigsty (en)