pinson
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pinson | pinsons |
pinson (fr) αρσενικό
- ο σπίνος
ενικός | πληθυντικός |
pinson | pinsons |
pinson (fr) αρσενικό