piramida
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
piramida (pl) θηλυκό
- (αρχαιολογία) η πυραμίδα
- σχήμα ή ακροβατικό που μοιάζει με πυραμίδα
- (στον πληθυντικό), (οικείο) η καμπάνα στο παντελόνι