pirouette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pirouette | pirouettes |
pirouette (fr) θηλυκό
- η τούμπα
ενικός | πληθυντικός |
pirouette | pirouettes |
pirouette (fr) θηλυκό