pissenlit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pissenlit < pisser + en + lit, λόγω των διουρητικών ιδιοτήτων του φυτού
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pissenlit | pissenlits |
pissenlit (fr) αρσενικό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (μεταφορικά) (οικείο) manger les pissenlits par la racine - πεθαίνω / είμαι νεκρός