pissenlit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pissenlit < pisser + en + lit, λόγω των διουρητικών ιδιοτήτων του φυτού

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pi.sɑ̃.li/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pissenlit pissenlits

pissenlit (fr) αρσενικό

Εκφράσεις[επεξεργασία]