plac
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- plac < (άμεσο δάνειο) γερμανική Platz
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
plac (pl) αρσενικό
- η πλατεία
plac (pl) αρσενικό