plastic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
plastic (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
plastic | plastics |
plastic (en)
- το πλαστικό
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
plastic | plastics |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
plastic (fr) αρσενικό
- το εκρηκτικό