platane

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
platane platanes

Ετυμολογία [επεξεργασία]

platane < λατινική platanus < πλάτανος

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

platane (fr) αρσενικό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • rentrer dans un platane (σκωπτικό) πέφτω με το αυτοκίνητο πάνω σ'ένα δέντρο