player
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
player | players |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
player (en)
- ο παίκτης, η παίκτρια
- ↪ The referee is getting paid by the players so they win.
- Ο διαιτητής πληρώνεται από τους παίκτες για να κερδίσουν.
- ↪ The referee is getting paid by the players so they win.