pliiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pliiĝi < pli + -iĝ- + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα pliiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας pliiĝas pliiĝanta pliiĝata
αόριστος pliiĝis pliiĝinta pliiĝita
μέλλοντας pliiĝos pliiĝonta pliiĝota
υποθετική pliiĝus - -
προστακτική pliiĝu - -

pliiĝi (eo)

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

pliigxi, pliighi, pliig'i