plongeant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

plongeant < plonger

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό plongeant plongeants
θηλυκό plongeante plongeantes

plongeant (fr)

  1. κατευθυνόμενος από πάνω προς τα κάτω
    vue plongeante - προς τα κάτω όψη