plongeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
plongeur | plongeurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
plongeur (fr) αρσενικό
- ο δύτης, ο βουτηχτής
- o λαντζιέρης
ενικός | πληθυντικός |
plongeur | plongeurs |
plongeur (fr) αρσενικό