plummet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας plummet
γ΄ ενικό ενεστώτα plummets
αόριστος plummeted, plummetted
παθητική μετοχή plummeted, plummetted
ενεργητική μετοχή plummeting

Ρήμα[επεξεργασία]

plummet (en)

Πηγές[επεξεργασία]