pluridisciplinaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pluridisciplinaire | pluridisciplinaires |
Επίθετο[επεξεργασία]
pluridisciplinaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που αφορά πολλές επιστήμες ή πολλά μαθήματα ταυτόχρονα, διεπιστημονικός, διαθεματικός