poŝtoficejo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | poŝtoficejo | poŝtoficejoj |
αιτιατική | poŝtoficejon | poŝtoficejojn |
poŝtoficejo (eo)
- το ταχυδρομείο