pochette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pochette < poche
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pochette | pochettes |
pochette (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) μικρό βιολί
- (παρωχημένο) μιρκή τσέπη
- μαντιλάκι που το βάζουμε στην τσέπη του πέτου σαν διακόσμηση, ποσέτ
- μικρή τσάντα χωρίς χερούλι
- (είδη γραφείου) η ζελατίνα
- λεπτή κασετίνα μαθητή