pochodna
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pochodna < pochodny
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pochodna (pl) θηλυκό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
pochodna (pl) θηλυκό