pocket money

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pocket money (en)

  1. το χαρτζιλίκι
  2. (ΗΠΑ) ψιλά, μικρό χρηματικό ποσό που έχει κάποιος μαζί του