pocztówka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pocztówka | pocztówki |
γενική | pocztówki | pocztówek |
δοτική | pocztówce | pocztówkom |
αιτιατική | pocztówkę | pocztówki |
οργανική | pocztówką | pocztówkami |
τοπική | pocztówce | pocztówkach |
κλητική | pocztówko | pocztówki |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
pocztówka < poczta
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pocztówka (pl) θηλυκό