pogoda

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɔˈɡɔda/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pogoda (pl) θηλυκό

  1. o καιρός με τις έννοιες:
    μετεωρολογικές συνθήκες
    καλές μετεωρολογικές συνθήκες
  2. (μεταφορικά) ψυχική ηρεμία

Συγγενικά[επεξεργασία]