pointage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pointage | pointages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pointage (fr) αρσενικό
- το τσεκάρισμα
- η σκόπευση
ενικός | πληθυντικός |
pointage | pointages |
pointage (fr) αρσενικό