policzek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | policzek | policzki |
γενική | policzku | policzków |
δοτική | policzkowi | policzkom |
αιτιατική | policzek | policzki |
οργανική | policzkiem | policzkami |
τοπική | policzku | policzkach |
κλητική | policzku | policzki |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
policzek (pl) αρσενικό