pontifex
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pontifex < pons (=γέφυρα) + facio (=κάνω) ((κυριολεκτικά) γεφυροποιός μεταξύ Θεού και ανθρώπων)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pontifex αρσενικό