poronienie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌpɔrɔ̃ˈɲɛ̇̃ɲɛ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
poronienie (pl) ουδέτερο
- η αποβολή (απότομη διακοπή εγκυμοσύνης)
poronienie (pl) ουδέτερο