porte-drapeau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
porte-drapeau | porte-drapeau |
porte-drapeau (fr) αρσενικό
- ο σημαιοφόρος, ο μπαϊρακτάρης