porte-voix
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
porte-voix | porte-voix |
porte-voix (fr) αρσενικό άκλιτο
- ο τηλεβόας
- το φερέφωνο
- το χωνί
- η ντουντούκα