portraitiste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- portraitiste < portrait
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɔʁ.tʁe.tist/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
portraitiste | portraitistes |
portraitiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό