posco

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

posco < πρωτοϊταλική *porskō < *pr̥sḱé- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *preḱ- (ζητώ)

Ρήμα[επεξεργασία]

posco (la)

  1. ζητώ
  2. απαιτώ

Κλίση[επεξεργασία]