positively
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | positively |
συγκριτικός | more positively |
υπερθετικός | most positively |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
positively (en)
- θετικά, με τρόπο που δείχνει ότι σκέφτεται τα καλά πράγματα μιας κατάστασης, όχι τα άσχημα
- ↪ He responded positively to the affection we showed him.
- Αντέδρασε θετικά στην αγάπη που του δείξαμε.
- ↪ He responded positively to the affection we showed him.
- θετικά, με τρόπο που δείχνει ότι εγκρίνει ή συμφωνεί με κάτι ή κάποιον
- ↪ The panel regarded his work positively.
- Η κριτική επιτροπή αντιμετώπισε το έργο του θετικά.
- ↪ The panel regarded his work positively.
- θετικά, με τρόπο που δεν αφήνει καμία αμφιβολία
- ↪ I can’t tell you positively what happened.
- Δεν μπορώ να σου πω θετικά τι συνέβη.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη definitely
- ↪ I can’t tell you positively what happened.
- θετικά, με τρόπο που περιέχει ή παράγει το είδος του ηλεκτρισμού που είναι αντίθετο από αυτό που μεταφέρεται από ένα ηλεκτρόνιο
- ↪ a positively charged atom - άτομο θετικά φορτισμένο