posologie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɔ.zɔ.lɔ.ʒi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
posologie | posologies |
posologie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
posologie | posologies |
posologie (fr) θηλυκό