postal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

postal (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  • ταχυδρομικός
    The postal network of the country is quite good.
    Το ταχυδρομικό δίκτυο της χώρας είναι αρκετά καλό.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

postal < poste

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό postal postaux
θηλυκό postale postales

postal (fr) αρσενικό

Εκφράσεις[επεξεργασία]