potęga

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɔˈtɛ̃ŋɡa/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

potęga (pl) θηλυκό

  1. δύναμη:
    • δυνατότητα να κάνει κάποιος κάτι, να πετύχει κάτι
    • (μαθηματικά) το γινόμενο του πολλαπλασιασμού ενός αριθμού με τον εαυτό του

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • διαφέρει από τη φυσική δύναμη και την έννοια της φυσικής (siła)