poto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική poto potoj
αιτιατική poton potojn

Ετυμολογία [επεξεργασία]

poto < pot- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

poto (eo)

Σύνθετα[επεξεργασία]



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

poto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh-

Ρήμα[επεξεργασία]

poto (la)

Παράγωγα[επεξεργασία]

  • potio
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές[επεξεργασία]