práce

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

práce (cs) θηλυκό

  1. η δουλειά, η εργασία
    jdu do práce - πάω στη δουλειά
    domácí práce - δουλειές του σπιτιού
  2. (φυσική) το έργο