précepte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
précepte | préceptes |
précepte (fr) αρσενικό
- η διδαχή
ενικός | πληθυντικός |
précepte | préceptes |
précepte (fr) αρσενικό