praetor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

praetor < *praeitor (αυτός που προηγείται) < praeeo < prae + eo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁ey-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

praetor αρσενικό

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική praetor praetorēs
γενική praetoris praetorum
δοτική praetorī praetoribus
αιτιατική praetorem praetorēs
κλητική praetor praetorēs
αφαιρετική praetore praetoribus
(γ' κλίση)

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]