pragmatisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pragmatisme < γερμανική Pragmatismus < αρχαία ελληνική πραγματικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pragmatisme (fr) αρσενικό
pragmatisme (fr) αρσενικό