pratiquement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pʁa.tik.mɑ̃/
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pratiquement < pratique
Επίρρημα[επεξεργασία]
pratiquement (fr)
pratiquement (fr)