precinct
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
precinct | precincts |
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
- precinct < ύστερα μεσοαγγλικά: precinct (υποδηλώνοντας διοικητική περιφέρεια) < μεσαιωνικά λατινικά: praecinctum (la), μετοχή αορίστου ουδέτερου γένους (χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό) του ρήματος praecingere (la) «περικυκλώνω» < prae (la) «πριν» + cingere (la) «ζώνω, περιζώνω»
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpriːsɪŋ(k)t/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
precinct (en)
- (βρετανική σημασία) η περιοχή, μια εμπορική περιοχή σε μια πόλη όπου δεν μπορούν να πάνε αυτοκίνητα
- ↪ a pedestrian precinct - περιοχή για πεζούς μόνο
- (αμερικανική σημασία) η περιφέρεια, ένα από τα τμήματα στα οποία χωρίζεται μια πόλη για να διοργανωθούν εκλογές
- ↪ an election precinct - εκλογική περιφέρεια
- (αμερικανική σημασία) η περιφέρεια, ένα τμήμα μιας πόλης που βρίσκεται υπό τη δικαιοδοσία ενός αστυνομικού τμήματος· το ίδιο το αστυνομικό τμήμα της περιοχής
- ↪ a police precinct - αστυνομική περιφέρεια
- ↪ the police precinct - το αστυνομικό τμήμα
- (επίσημο) ο υπαίθριος χώρος που οριοθετείται από έναν τοίχο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη district
Πηγές[επεξεργασία]
- precinct - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 688, 691. ISBN 9780194325684., λήμμα: περιοχή, περιφέρεια