precipice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

precipice (en)

  1. o γκρεμός
  2. (μεταφορικά) το χείλος μιας επικείμενης καταστροφής