predefinição
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
predefinição | predefinições |
predefinição (pt) θηλυκό
- η βασική ρύθμιση, η ρύθμιση στο εργοστάσιο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
predefinição | predefinições |
predefinição (pt) θηλυκό