predetermine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας predetermine
γ΄ ενικό ενεστώτα predetermines
αόριστος predetermined
παθητική μετοχή predetermined
ενεργητική μετοχή predetermining

Ετυμολογία [επεξεργασία]

predetermine < pre- + determine

Ρήμα[επεξεργασία]

predetermine (en)

  • προκαθορίζω
    To some extent heredity predetermines a child’s personality.
    Ως ένα σημείο η κληρονομικότητα προκαθορίζει την προσωπικότητα ενός παιδιού.

Πηγές[επεξεργασία]