prembutono
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prembutono | prembutonoj |
αιτιατική | prembutonon | prembutonojn |
prembutono (eo)
- (ηλεκτρισμός) το κουμπί